μελενός

μελενός
μελενός, -ή, -όν (Μ)
βλ. μελανός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • μελανός — ή, ό (ΑM μελανός, ή, όν, Μ και μελενός, ή, ον) μέλας, μαύρος νεοελλ. 1. μελανωπός, μελανιασμένος, μαυρειδερός 2. φρ. α) «μελανό σημείο» μτφ. η δυσάρεστη, κακή πλευρά ενός έργου, μιας υπόθεσης ή μιας κατάστασης β) «μελανός νάνος» αστρον. ουράνιο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”